ἐγκλίνω
Смотреть что такое "ἐγκλίνω" в других словарях:
εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… … Dictionary of Greek
ἐγκλίνω — ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in aor subj act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in pres subj act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in pres ind act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκλίνω — μτβ. και αμτβ. 1. κλίνω κάτι προς κάτι, το λυγίζω. 2. έχω κλίση προς κάτι, λυγίζω, γέρνω προς κάτι. 3. (γραμμ.), για λέξεις, «εγκλίνω τον τόνο μου» ή εγκλίνομαι χάνω τον τόνο μου ή τον μεταφέρω στην προηγούμενη λέξη (διότι η «εγκλιτική» λέξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκεκλιμένα — ἐγκλίνω bend in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκλιμένᾱ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκλιμένᾱ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκλικότα — ἐγκλίνω bend in perf part act neut nom/voc/acc pl ἐγκλίνω bend in perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκλιμέναι — ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc pl ἐγκεκλιμένᾱͅ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκλιμένον — ἐγκλίνω bend in perf part mp masc acc sg ἐγκλίνω bend in perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκλιμένων — ἐγκλίνω bend in perf part mp fem gen pl ἐγκλίνω bend in perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλῖνον — ἐγκλίνω bend in pres part act masc voc sg ἐγκλίνω bend in pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκέκλικε — ἐγκλίνω bend in perf imperat act 2nd sg ἐγκλίνω bend in perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκέκλικεν — ἐγκλίνω bend in perf ind act 3rd sg ἐγκλίνω bend in plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)